Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Ζυλ Βαλέ κομμουνάρος

 

 (Louis Jules Vallès, Le Puy, 10 Ιουνίου 1832 – Paris, 14 Φεβρουαρίου 1885)

Γάλλος μπλανκιστής σοσιαλιστής επαναστάτης του 19ου αιώνα, συγγραφέας και δημοσιογράφος, κομμουνάρος και ιδρυτής των εφημερίδων «Ο Δρόμος» («La Rue»), «Ο Λαός» («Le Peuple») και «Η Κραυγή του Λαού» («Le Cri du Peuple»).



ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε στο Le Puy (νυν Le Puy-en-Velay) του Ωτ Λουάρ (Haute - Loire), τρίτο τέκνο του Jean-Louis Valles και έλαβε καλή μόρφωση. Το 1839 γράφτηκε στο «Βασιλικό Κολλέγιο του Puy» («Collège Royal du Puy»), μετά από δύο χρόνια μεταγράφηκε στο αντίστοιχο του Σαιντ Ετιέν («Collège Royal de Saint-Étienne») και μετά, το 1846, στο «Βασιλικό Κολλέγιο» της Νάντης (όπου σπούδασε Φιλοσοφία, ήλθε σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες και είχε συμμετοχή στις ταραχές του Φεβρουαρίου 1848). Τον Ιούνιο του 1848, σε ηλικία 16 ετών, έφθασε για πρώτη φορά στο Παρίσι για προετοιμασία σε σπουδές ρητορικής στο «Λύκειο Βοναπάρτη» («Lycée Bonaparte») και πρόλαβε να δει τους καρατούμενους αλυσοδεμένους επαναστάτες να περνούν από τους δρόμους της πόλης οδηγούμενοι στις φυλακές.

Λόγω των επαναστατικών του ιδεών και της συμμετοχής του στην αντίσταση των λιγοστών οδοφραγμάτων που έστησαν οι δημοκρατικοί ενάντια στο πραξικόπημα του Ναπολέοντα του Γ κατά της της «Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας» («Deuxième République», 1848 - 1852) στις 2 Δεκεμβρίου 1851, ο πατέρας του προσπάθησε μετά από μερικές εβδομάδες να τον κλείσει σε


άσυλο ψυχοπαθών της Νάντης, αλλά δύο μήνες αργότερα, με αποφασιστική παρέμβαση των φίλων του που τους συντόνιζε ο μετέπειτα ιστορικός της «Κομμούνας» Antoine Arnould, οι ιατροί υποχρεώθηκαν να εκδώσουν πιστοποιητικό ότι έχαιρε πλήρους ψυχικής υγείας.



ΟΠΑΔΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΥΝΤΩΝ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Τρείς μήνες μετά, τον Μάϊο του 1852 πήρε το πτυχίο της Φιλοσοφίας, εγκαταστάθηκε μετά από λίγο οριστικά πια στο Παρίσι, όπου το 1853, σε ηλικία 21 ετών, γνώρισε για πρώτη φορά την εμπειρία της φυλάκισης, καθώς με τον μετέπειτα συγγράφεα, και τότε μπλανκιστή, Arthur Ranc (1831 - 1908) και 10 ακόμη σοσιαλιστές φυλακίστηκαν τον Ιούνιο στην παρισινή φυλακή του «Mazas» με την κατηγορία της «συμμετοχής σε συνομωτική οργάνωση με σκοπό την δολοφονία του βασιλιά». Όλοι οι κρατούμενοι αποφυλακίστηκαν στις 1 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Εκείνη την εποχή ο Βαλές ήταν έντονα επηρεασμένος από τις ιδέες του πρωτο-αναρχικού Πιέρ - Ζοζέφ Προυντόν (Pierre - Joseph Proudhon, 1809 - 1865).

Ήδη από τα τις αρχές του 1853 εργαζόταν με μικρή αμοιβή ως δημοσιογράφος στην «Le Figaro» και σε μερικές ακόμη εφημερίδες, ενώ το 1855 έγινε γραμματέας του δημοκρατικού κριτικού λόγου και τέχνης Γκουστάβ Πλανς (Jean Baptiste Gustave Planche, 1808 - 1857). Η «Le Figaro» τον απέλυσε μετά από λίγο για τις συχνότατες πολεμικές του κατά του καπιταλισμού (επηρεασμένος από το «Εγχειρίδιο του χρηματιστηριακού εκμεταλλευτή», «Le manuel du spéculateur à la bourse», που μόλις είχε εκδώσει ο Προυντών), ωστοσο μέσα στην έντονη οικονομική του στενότητα κατόρθωσε να κυκλοφορήσει το πρώτο του βιβλίο, το «L’ Argent» (1857). Ακολούθησε, σε συνεργασία με τον Louis Poupart-Davyl (1835 - 1890), η εκδοτικά ατυχής κωμωδία «Les Amours de Paille» (1859) και η κατάστασή του βελτιώθηκε λίγο το 1860, όταν ο φίλος και ομοϊδεάτης του Ανρί Ροσφόρ (Victor Henri Rochefort, 1831 – 1913) του εξασφάλισε μία υπαλληλική θέση στο δημαρχείο του Vaugirard.

Την ίδια εποχή γνωρίστηκε με τον μετέπειτα συγγραφέα Έκτορα Μαλό (Hector - Henri Malot, 1830 - 1907), άρχισε να συζεί με την Joséphine Lapointe και προσπάθησε ανεπιτυχώς να διοριστεί καθηγητής στην Καέν (Caen). Κατά την περίοδο 1864 – 1865 έγραψε αρκετά «προυντονικά» κείμενά του για την «Progrès de Lyon», τα οποία συγκέντρωσε το 1865 στο βιβλίο «Les Refractaires», το οποίο γνώρισε κυκλοφοριακή επιτυχία παρουσιάζοντας τολμηρούς χαρακτήρες που με τίμημα ακόμα και το πιο ακραίο περιθώριο και την πιο αβάστακτη πενία αρνούνταν παρορμητικά κάθε μορφής εξουσία. Την επόμενη χρονιά (1866) ακολούθησε η δημοσίευση περισσότερων κειμένων του στο βιβλίο «Ο Δρόμος» («La Rue»), το οποίο όμως γνώρισε μικρότερη επιτυχία. Το 1865 απολύθηκε από την υπαλληλική θέση στο δημαρχείο του Vaugirard μετά από μία ομιλία του κατά του καπιταλισμού και το 1868 εισέπραξε δύο καταδίκες για αδικήματα τύπου: την πρώτη φορά καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός μηνός για προσβολή της αστυνομίας και την δεύτερη σε φυλάκιση δύο μηνών για προσβολή της Αυτοκρατορίας.

«Ο ΔΡΟΜΟΣ»

Το έτος 1867, σε ηλικία 35 ετών, ίδρυσε την εφημερίδα «Ο Δρόμος» («La Rue») που μέχρι τον θάνατό του γνώρισε πολλά κλεισίματα και επανανοίγματά της. Η πρώτη έκδοση σταμάτησε μετά από κυκλοφορία μόλις 8 μηνών, με βασιλική διαταγή και ο Βαλέ κατέληξε, όπως προείπαμε, δύο ολόκληρους μήνες στην φυλακή «Sainte-Pélagie», από την οποία όμως διοχέτευε προς έξω κείμενά του, τα οποία οι σύντροφοί του εξέδιδαν ως εφημερίδα με τίτλο «Journal de Sainte-Pélagie». Ο «Δρόμος» άνοιξε ξανά το 1870, έκλεισε ξανά και το 1879 επανεκδόθηκε στο Λονδίνο για ένα μικρό διάστημα, με τον Βαλέ να υπογράφει τα περισσότερα κείμενα με τα ψευδώνυμα «Vingtras» και «Jean La Rue».



Ο Βαλέ γύρω στα 1866






Το τρίτο φύλλο της εφημερίδας «Le Réfractaire» (12 Μαϊου 1869)


Το 1869 ο Βαλέ εξέδωσε μερικά φύλλα μίας ακόμη εφημερίδας, την οποία ονόμαζε «Ο Λαός» («Le Peuple») και επίσης τρία φύλλα της εφημερίδας «Le Réfractaire». Εκείνη την εποχή, ο Βαλέ καταστάλαζε σιγα – σιγά στην άποψη ότι οι χειρότεροι εχθροί της επανάστασης και της ελευθερίας ήσαν εκείνοι που κατέχονταν από τα φαντάσματα του ιστορικού παρελθόντος και τα υπηρετούσαν άκριτα και τυφλά. Στην δίτομη συλλογή κειμένων του που εκδόθηκε το 1975 («Oeuvres», 1. 816 - 818) είναι φανερό ότι προσδιόρισε από πολύ νωρίς τα αίτια της αποτυχίας των αγώνων του 1848 και του 1851 στην τάση εκείνων που τους έκαναν (στους οποίους περιελάμβανε και τον εαυτό του και τους χαρακτήριζε «θύματα των βιβλίων» και της «ηρωολατρίας»), να μιμηθούν απλώς, με καταστροφικό αποτέλεσμα, τους «δασκάλους» τους του 1792 – 1794, τους «αγίους δηλαδή της Επανάστασης», τα «είδωλα» του παρελθόντος.

ΜΠΛΑΝΚΙΣΤΗΣ

Από το 1870, εκτός από τον «Δρόμο» που είχε επανεκδοθεί, έγραφε τακτικά στην εβδομαδιαία αριστερή δημοκρατική εφημερίδα «Μασσαλιώτιδα» («La Marseillaise») του Ροσφόρ και επίσης στην εφημερίδα «Ελευθερία» («La Liberté»). Στις 12 Ιανουαρίου 1870 ήταν με τον Ροσφόρ ανάμεσα στους άλλους μπλανκιστές (Γκουστάβ Φλουράνς - Gustave Flourens, Σαρλ Ντελεκλύζ – Charles Delescluze) που προσπάθησαν να εξεγείρουν τους 100.000 διαδηλωτές που συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία τον δημοσιογράφο Βίκτορα Νουάρ (Victor Noir, 1848 – 1870), τον οποίο είχε σκοτώσει ο πρίγκιπας Πιέρ Βοναπάρτης (Pierre Bonaparte).

Όταν τον Ιούλιο του 1870 ο Ναπολέων ο Γ ενέπλεξε την Γαλλία σε πόλεμο με τους Πρώσους, ο Βαλέ του άσκησε δριμύτατη αντιπολεμική κριτική και τελικά στις 6 Αυγούστου συνελήφθη και κλείστηκε στις φυλακές, από όπου βγήκε μετά την στρατιωτική συντριβή του μονάρχη στο Sedan, την παράδοσή του στους Πρώσους στις 2 Σεπτεμβρίου του 1870 και την ανακήρυξη στις 4 Σεπτεμβρίου της «Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας». Ηγήθηκε για ένα διάστημα μιας μονάδας της Εθνοφρουράς, με την οποία συμμετείχε στις 31 Οκτωβρίου, όταν πια οι Πρώσοι πολιορκούσαν το Παρίσι, σε μία απόπειρα εξέγερσης των μπλανκιστών κατά της «Προσωρινής Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας», όταν ο λαός του Παρισιού πληροφορήθηκε ότι αυτή είχε εξουσιοδοτήσει τον Αδόλφο Θιέρσιο (Louis-Adolphe Thiers, 1797 – 1877) να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τους Πρώσους. Φωνάζοντας «προδοσία!», οι εξεγερμένοι κατέλαβαν το δημαρχείο και ανακοίνωσαν την ίδρυση μιας επαναστατικής «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» («Comité du Salut Publique», κατά μίμηση εκείνης των «Ιακωβίνων» την περίοδο 1793 - 1794) με πρόεδρο τον ίδιον τον Μπλανκί. Αν και αρχικά η κυβέρνηση, φοβισμένη από την εξέγερση, υποσχέθηκε να κάνει δημοτικές εκλογές την επόμενη ημέρα, στην συνέχεια πήρε τον λόγο της πίσω και έστειλε τα πιστά σε αυτήν τμήματα της Εθνοφρουράς να επανακαταλάβουν του δημαρχείο και να αποκαταστήσουν την τάξη.

Καταζητούμενος τώρα για ένοπλη στάση, ο Βαλέ άρχισε να κρύβεται επί μήνες σε διάφορα κρυσφήγετα για να αποφύγει την σύλληψή του. Για αυτή την απόπειρα εξέγερσης, στις 11 Μαρτίου 1871, λίγες ημέρες πριν την ανακήρυξη της «Κομμούνας του Παρισιού», το στρατοδικείο της υπό τους Πρώσους «Εθνοσυνέλευσης»  καταδίκασε ερήμην τους περισσότερους από τους πρωταίτιους σε θάνατο. Ανάμεσα στους καταδικασθέντες ήσαν και οι Μπλανκί, Φλουράνς και Βαλέ.

Ωστόσο, στις 6 Ιανουαρίου 1871 ο Βαλέ είχε συμμετάσχει με άλλους μπλανκιστές, ιακωβίνους και μπακουνικούς αναρχικούς της παράνομης «Κεντρικής Δημοκρατικής Επιτροπής» («Comité central républicain des Vingt arrondissements») στην σύνταξη, κυκλοφορία και τοιχοκόλληση της διακήρυξης της «Κόκκινης Αφίσσας» («L' Affiche Rouge») προς τον παρισινό λαό, η οποία απαιτούσε την ίδρυση μιας «Παρισινής Κομμούνας», καταλήγοντας «Εμπρός για τον λαό, εμπρός για την Κομμούνα!».

«Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ»

Στις 22 Φεβρουαρίου 1871 ο Βαλέ είχε ιδρύσει από την παρανομία την εφημερίδα «Η Κραυγή του Λαού» («Le Cri du Peuple. Journal politique qoutidien»), με αρχισυντάκτη τον οπαδό του Προυντόν Πιέρ Ντενί (Pierre Denis), και συντάκτες τους Casimir Bouis, Jean - Baptiste Clément, Charles Rochat, Henry Bauer, Courbet και André Leo. Η εφημερίδα αναδείχθηκε σχεδόν αμέσως στο κύριο όργανο του γαλλικού επαναστατικού δημοκρατικού και σοσιαλιστικού κινήματος, πουλώντας γύρω στα 60.000 – 100.000 αντίτυπα. Στις 11 Μαρτίου 1871 όμως, την ίδια ημέρα που ο Βαλέ καταδικάστηκε σε θάνατο, ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής Βινουά (Joseph Vinoy, 1803 – 1880) απαγόρευσε την κυκλοφορία της (στο φύλλο 18), όπως και των άλλων 5 δημοκρατικών εφημερίδων του Παρισιού («Mot d’ Ordre» του Ανρί Ροσφόρ, «Pere Duchesne» του Eugene Vermesch, «Vengeur» του Felix Pyat, «Bouche de Fer» του Paschal Grousset και «Caricature» του Georges Labadie Pilotell).





Κατά τις ημέρες της «Κομμούνας» ο Βαλέ επανέκδοσε την εφημερίδα του, αυτή την φορά ως επίσημο όργανο των κομμουνάρων μαζί με την «Pere Duchesne», επιμένοντας στο ανυπόγραφο των άρθρων, ώστε να δίνεται η ισχυρότερη δυνατή εντύπωση της συλλογικότητας: μία μόνον κραυγή, ενός μόνον λαού. Για τον Βαλέ, η δημοσιογραφία έπρεπε να συνδυάζει το μελάνι με το αίμα, τον συγγραφικό λόγο με το επαναστατικό πάθος και να «φλέγεται από μια ισόποσα ιερή και καταραμένη φωτιά», όπως το διατύπωσε αργότερα, το 1876. Η «Κραυγή» εκείνης της ηρωϊκής περιόδου κυκλοφόρησε από τις 21 Μαρτίου (φύλλο 19) μέχρι τις 23 Μαϊου 1871 (φύλλο 83), αιτούμενη πολιτικές ελευθεριές, κοσμικό κράτος («Laïcité»), διάλυση του κυβερνητικού στρατού και δωρεάν εκπαίδευση.

Η «Κραυγή του Λαού» σίγησε φυσικά ταυτόχρονα με την καταστολή της «Κομμούνας» και την φυγή του Βαλέ στην Αγγλία, αν και, όπως θα δούμε λεπτομερέστερα παρακάτω, θα επανεκδοθεί αργότερα, το 1883, δύο χρόνια πριν τον θάνατο του Βαλέ.

ΚΟΜΜΟΥΝΑΡΟΣ

Στις 26 Μαρτίου εκλέχτηκε μέλος της κεντρικής επιτροπής της «Κομμούνας» και 3 ημέρες αργότερα τοποθετήθηκε στην «Επιτροπή Παιδείας», όπου χρησιμοποίησε την «Κραυγή του Λαού» για να θέσει το τότε «ουτοπικό» αίτημα της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης. Παρά την αδιαμφισβήτητη αφοσίωσή του στον αγώνα, το πνεύμα του Βαλέ, όπως και του ομοϊδεάτη του Γκουστάβ Τριντόν (Edme Marie Gustave Tridon, 1841 – 1871), παρέμεινε ελεύθερο και ανοικτό, και αρκετές φορές πήρε αποκλίνουσες θέσεις, όπως λ.χ. όταν δρομολογήθηκε στις 26 Απριλίου το σφράγισμα όλων των εφημερίδων που είχαν κριθεί «αντεπαναστατικές» ή όταν προτάθηκε η ίδρυση μιας «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» («Comite de Salut Public») κατά τα ιακωβινικά πρότυπα της περιόδου 1793 – 1794. Στις αρχές Μαϊου επίσης, λίγες εβδομάδες πριν την ένοπλη ήττα της «Κομμούνας», οι Βαλέ και Τριντόν ήσαν δύο από τους «κομμουνάρους» που υπέγραψαν το περίφημο μανιφέστο των μειοφηφούντων («Le Manifeste de la Minorite»).

Όταν στις 28 Μαϊου έπεσε και το τελευταίο οδόφραγμα της «Κομμούνας», ο Βαλέ, που είχε πολεμήσει στο οδόφραγμα της rue de Paris (νυν rue de Belleville) μαζί με τον φίλο του ζωγράφο Γκαμπριέλ Ρανβιέ (Gabriel Ranvier, 1828 - 1879), κρύφτηκε για να αποφύγει την σύλληψη και μετά από λίγες ημέρες κατόρθωσε να διαφύγει στην Αγγλία, μέσω Βελγίου.

ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ

Το 1872, χρονιά κατά την οποία πέθανε και η μητέρα του, καταδικάστηκε από το γαλλικό στρατοδικείο ερήμην σε θάνατο, όπως και ο Ρανβιέ, στις 14 Ιουλίου, ενώ από το 1874 άρχισε να στέλνει με ψευδώνυμα διάφορα άρθρα του σε παρισινές εφημερίδες. Όσον καιρό ζούσε εξόριστος στο Λονδίνο (1872 - 1880), στηρίχθηκε ηθικά αλλά και οικονομικά από τον φίλο του Μαλό, τον επονομαζόμενο και «Μαλό ο Εντιμότης» λόγω της πίστης του στις φιλίες, της ευθύτητάς του και της ανεξάντλητης διάθεσής του να υπερασπίζεται όλους τους καταπιεσμένους. Με χρήματα του Μαλό μπόρεσε να δημοσιεύσει το 1879 το μυθιστόρημά του «Το παιδί» («L’ enfant»), το πρώτο από την αυτοβιογραφική τριλογία που υπέγραψε ως Ζακ Βεντρά (Jacques Vingtras).

Την ίδια χρονιά (1879) γνώρισε στις Βρυξέλλες την δυναμική δημοσιογράφο Σεβερίν (Severine, λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Caroline Rémy de Guebhard, 1855 - 1929) και επανέκδοσε τον «Δρόμο», του οποίου κυκλοφόρησε 5 ακόμα τεύχη. Από εκείνη την περίοδο έκδοσης του «Δρόμου» προέρχεται το γνωστό κείμενο «Ξεπουλημένα γουρούνια» με ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 1876:

«Ξεπουλημένα γουρούνια! Δεν ανήκουν στο γουρουνοστάσιο όλοι εκείνοι που για κάποια χρήματα ή για λίγη δόξα, για ένα πορτοφόλι, μια εσάρπα, μια κορδέλα, μετατρέπουν τις πεποιθήσεις τους σε άχυρα κάτω από τα πόδια των μεγάλων; Δεν ανήκουν εκείνοι, οι ακόμα πιο αξιολύπητοι, που για να απολαμβάνουν το προνόμιο της αργομισθίας ή για να φανούν κάπως πιο σημαντικοί, μετατρέπονται δίχως τύψεις σε αυλικούς, βαλέδες και παράσιτα στις παρακάμαρες των υπουργών ή στις τραπεζαρίες των πλούσιων; Δεν ανήκουν οι δημοσιογράφοι που πουλάνε την πένα τους σε όποιον πληρώνει τα περισσότερα, ή οι χρονογράφοι που γλείφουν τις μπότες και παριστάνουν πώς τάχα θέλουν να τις γυαλίσουν, οι νταβατζήδες, οι πονηροί, οι παντογνώστες γραφιάδες, όλα αυτά τα ξεπουλημένα γουρούνια;… Ξεπουλημένα γουρούνια είναι όλα εκείνα τα ανθρωπάκια που κάποτε παρίσταναν τους ενθουσιώδεις ή τους σκληρούς και τους άκαμπτους, που επιδείκνυαν την υποτιθέμενη ανεξαρτησία και εκκεντρικότητά τους, ενώ κάποιο ωραίο πρωϊ, εντελώς αδειασμένοι, διαλυμένοι, αποκαμωμένοι, τελειωμένοι, έδεσαν σφιχτά ένα κόκκινο μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό, πρόσθεσαν στο κεφάλι τους ένα τετράγωνο καπελίνο, όπως τα αδέλφια τους τα γουρούνια των πανηγυριών, και, τελικά, στριφογυρίζοντας και γρυλίζοντας, περπάτησαν αυτόβουλα προς το χοιροστάσιο της χυδαιότητας… Θεωρούν τους εαυτούς τους προστατευόμενους κάποιου υπουργού, ή εθελοντές μιας κάποιας πολύ σπουδαίας υπόθεσης! Δεν είναι όμως εθελοντές, αλλά ξεπουλημένα γουρούνια! Δεν διατρέχουν κανέναν άλλον κίνδυνο πέραν του να σκεπαστούν είτε από μία βροχή φτυσιμάτων, είτε από την ανουσιότητα των λιβανισμάτων!»



Η Σεβερίν (1855 - 1929)


Ο Βαλέ σε ηλικία 50 ετών

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΓΑΛΛΙΑ

Στις 14 Ιουλίου 1880, μετά από αίτημα του άρτι αποφυλακισθέντος Μπλανκί στον Γαμβέττα (Léon Gambetta, 1838 - 1882) και πολιτικές πιέσεις του τελευταίου, χορηγήθηκε πολιτική αμνηστία και έτσι ο Βαλέ ήταν πια ελεύθερος να επιστρέψει μαζί με την Σεβερίν στο Παρίσι, όπου και εξέδωσε το μυθιστόρημά του «Les Blouses».

Τον Ιανουάριο του 1881 χαιρέτησε με άλλους 100.000 ακόμα ανθρώπους τον νεκρό Μπλανκί στο νεκροταφείο «Περ Λεσαίζ» («Père - Lachaise»). Το 1883 επανέκδοσε την «Κραυγή του Λαού» με την βοήθεια της Σεβερίν και από κοινού υπερασπίστηκαν το 1885 τον Εμιλ Ζολά (Εmile Zola, 1840 - 1902) όταν απαγορεύθηκε το βιβλίο του «Ζερμινάλ» («Germinal»), αν και κατ’ επανάληψη είχαν ειρωνευθεί ή ακόμα και στηλιτεύσει την εν γένει απολιτική στάση του συγγραφέα.

ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Ο Βαλέ, που έπασχε από διαβήτη, διαπιστωμένα τουλάχιστον από το 1883, κατέρρευσε σωματικά τον Νοέμβριο του 1884 και πέθανε μετά από λίγο, στις 14 Φεβρουαρίου 1885, σε ηλικία 52 ετών. Κηδεύτηκε στο νεκροταφείο «Περ Λεσαίζ» το μεσημέρι της 16ης Φεβρουαρίου, παρουσία περισσότερων από 20.000 φίλων, ομοϊδεατών και θαυμαστών του, Γάλλων αλλά και ξένων, και υπό τις ιαχές «Ζήτω η Κομμούνα! Ζήτω η Κοινωνική Επανάσταση! Ζήτω η Αναρχία!». Τον επικήδειο εκφώνησε ο επί σειρά ετών συναγωνιστής του Ροσφόρ. Στην μνήμη του, ο γνωστός δημιουργός της «Διεθνούς» («L'Internationale») Ευγένιος Ποτιέ (Eugène Edine Pottier, 1816 - 1887) αφιέρωσε το ποίημα «Ζυλ Βαλέ» («Jules Vallès», 1885).


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2008


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

«L’ Argent», 1857

«Les Amours de Paille», με τον Louis Poupart-Davyl, 1859

«Les Refractaires», 1865

«La Rue», 1866

«Un Gentilhomme», 1869

«L’ enfant», ως Jacques Vingtras, 1879

«Les Blouses», 1880

«Le Bachelier», ως Jacques Vingtras, 1881

«L’ Insurgé», ως Jacques Vingtras, 1886 (μετά θάνατον)

«Littérature et revolution», 1969

«Oeuvres», 1975


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Roger Bellet, «Journalisme et Révolution, 1857 – 1885», Tusson, 1987

Roger Bellet, «Jules Vallès», Paris, 1995

Luke Bouvier, «Writing, voice and the proper: Jules Vallès and the politics of orality», Atlanata, GA, 1998

Max Gallo, «Jules Valles ou la revolte d 'une vie», Paris, 1988

Maxime Jourdan, «Le Cri du Peuple», Paris, 2005

Jean Maitron, «Le Mouvement anarchiste en France», Paris, 1975

Pierre Martino, «Le Naturalisme français», Paris, 1923

André Reszler, «L'Esthétique anarchiste», Paris, 1973

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου